Με το kitsch του νεοπλουτισμού να τρυπάει την οθόνη για να «ενοχλήσει» αποτελεσματικά κάθε θεατή, και ζωηρή κινηματογράφηση που παραπέμπει μια σε ντοκιμαντέρ μια σε home video κορυφώνοντας το δράμα, η ταινία κέρδισε άξια την Χρυσή Άρκτο στη φετινή Berlinale αλλά και τον τίτλο του πιο εύστοχα συμπυκνωμένου post ‘80s βαλκανικού μορφώματος.
Η Cornelia είναι το ρουμανικό αντίστοιχο της Ελληνίδας (μάνας) που απολαμβάνει τα (νέο)πλούτη που απέκτησε σχετικά εύκολα στη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών, χάρη στις πολιτικές συνθήκες. Εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση που διαμορφώθηκε στην μετα-Τσαουσέκσου εποχή και δρέπει ακόμη τους καρπούς των κατακτήσεών της. Σήμερα, καταξιωμένη αρχιτέκτονας με πολλές διασυνδέσεις και πλούσιο σύζυγο, απολαμβάνει τη «θαλπωρή» της ανώτερης τάξης που θριαμβεύει στο Βουκουρέστι, σε ένα γενικότερο πλαίσιο απόλυτης διαφθοράς, πελατειακών σχέσεων και διακριτών ορίων μεταξύ των κοινωνικών τάξεων που συγκροτούν τη δημοκρατία μια εικόνα που σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό αντικατοπτρίζει την κατάσταση σε όλες τις Βαλκανικές χώρες.
Δυναμική, ανεξάρτηρη, ισχυρογνώμων, αδιάκριτη, με τραχείς τρόπους η Cornelia είναι μια γυναίκα που κατάφερε να επιβληθεί στην «πιάτσα» και το κοινωνικό της περιβάλλον, αλλά πασχίζει να κάνει το ίδιο και στην προσωπική της ζωή. Προσπαθεί να ελέγξει απόλυτα τη ζωή του συζύγου, του γιού και της ερωμένης του χρησιμοποιώντας κάθε δόλιο μέσο που μια μητέρα-ευνούχος διαθέτει στη φαρέτρα της. Εν μέρει τα καταφέρνει, η πνιγηρή ατμόσφαιρα που δημιουργεί λόγω της υπερβολικής αφοσίωσης προς τον γιό της όμως, την οδηγεί στην οδυνηρή παράκληση: «Ξέρω ότι δεν μπορείς να με αγαπήσεις. Αλλά τουλάχιστον προσπάθησε να με σεβαστείς, είμαι η μητέρα σου».
Καταλυτικό γεγονός για την εναλαγή ρόλων στην προβληματική τους σχέση είναι το τροχαίο ατύχημα που ο 34χρονος προκαλεί, σκοτώνοντας ένα ανήλικο αγόρι. Η ανάγκη να «κλείσει ο φάκελος» όσο πιο σύντομα γίνεται και να επικρατήσει η εκδοχή της οικογένειας για το συμβάν ώστε να μην φυλακιστεί ο μοναχογιός τους, προϋποθέτει τη συνάντηση με την οικογένεια του θύματος και παιχνίδια εξουσίας μεταξύ μητέρας και γιού που θα πυροδοτήσουν μια δραματική σειρά εκρήξεων στα ακριβοπληρωμένα θεμέλια της «καλής» οικογένειας.
Μέσω μιας απόλυτα ενορχηστρωμένης διαδικασίας δωροδοκιών, ευνοϊκής μεταχείρησης λόγω υψηλών διασυνδέσεων, εκβιασμών και υπέρβασης των ψυχολογικών ορίων οι χαρακτήρες αποκαλύπτονται σταδιακά, η ένταση κορυψώνεται και το δράμα κλιμακώνεται τόσο αριστοτεχνικά που στοιχειώνει το θεατή για αρκετό διάστημα μετά το τέλος της ταινίας. Επίσης ο καυστικός κοινωνικός σχολιασμός που δίνεται υπόγεια μέσα από το πανέξυπνο μαύρο χιούμορ συντελεί στην ανάδειξη της ταινίας σε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες της φετινής χρονιάς.
Αν και στην αρχή οι τόνοι είναι αχρείαστα υψηλοί, η λεπτεπίλεπτη εισαγωγή στο δράμα που γίνεται κυρίως μέσω αυτοσχεδιασμού από τους ηθοποιούς φέρνει μια επιδέξια ισορροπία σε ένα λιτό, μινιμαλιστικό στυλ. Συγκλονιστική η Luminita Gheorghiu (Cornelia) που κουβαλά κυριολεκτικά πάνω της όλη την ταινία, η δική της ερμηνεία- φαινόμενο είναι ουσιαστικά η ταινία με τον Bogdan Dumitrache που υποδύεται τον γιό της, να τη πλαισιώνει ιδανικά.
Από τις καλύτερες ταινίες που είδαμε φέτος στο Φεστιβάλ του Λονδίνου και αναμφισβήτητα από τις πιο αξιόλογες της χρονιάς.
By Eirini Nikopoulou